Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΠΟΡΤΑΡΙΑ - ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ



Ανεβαίνουμε μαζί τις φουρκέτες από το Βόλο μέχρι την Πορταριά. Δυο-τρεις μπροστά κι οι υπόλοιποι πίσω μας. 
Παίζουν, κάνουν φιγούρες, μαρσάρουν ρυθμικά. Από το θόρυβο δεν μπορούμε ν' ακούσουμε μουσική στο αυτοκίνητο. 
Ξεκαβαλάμε ταυτόχρονα στο parking του ξενοδοχείου. Εμείς από συμβατικό αυτοκίνητο, εκείνοι από γυαλιστερές street BMW και Harley. Έκπληξη όταν βγάζουν τα κράνη! Πάνω από τις δερμάτινες στολές, το απόλυτο γκρίζο. Όχι στον πηλιορείτικο ουρανό. Στα μαλλιά τους. Η παρέα μας, στην ανάβαση μέχρι την Πορταριά, ήταν μια συμμορία πενηντάρηδων.
Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στα στοιχεία που συμπληρώνουν στο check-in. Στη λάμψη των Panerai ρολογιών τους, βλέπω ονόματα αραβικά και ισπανικά. Έδρα το Ντουμπάϊ.
Επιτέλους, παίρνουμε το ασανσέρ για το δωμάτιο μας. Απλώνουμε τα αξεσουάρ μας στο μπάνιο και τους εαυτούς μας στους  αναπαυτικούς καναπέδες. Ο καιρός είναι καλός. Από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες μπαίνει στα ρουθούνια μας η δροσιά του Παγασητικού. Ανοίγω την τηλεόραση στο MTV και καλώ το spa για να κλείσω ραντεβού για αρωματοθεραπεία. Με δυσκολία καταφέρνουμε να βρούμε ένα κενό. Οι τραπεζίτες απ' το Ντουμπάϊ μας πρόλαβαν κι εδώ. 
Η θερμοκρασία της χρωματιστής αρωματισμένης βροχούλας στο event shower προετοιμάζει σώμα και πνεύμα για τις περιποιήσεις του ξανθού μεγαλόσωμου Rolland. Ο Ούγγρος μασέρ ετοιμάζει τα ζεστά λάδια του και μια ώρα αργότερα, μας στέλνει χαλαρούς και πεινασμένους στην πλατεία της Πορταριάς για φαγητό. Η Ελένη περιμένει χαμογελαστή, στην πόρτα πίσω από τις ορτανσίες, να μας προσφέρει κόκκινο μπρόυσκο κρασί και ζουμερά κοψίδια κατευθείαν από τη σχάρα.
Το φεγγάρι φωτίζει καθαρά τα βήματα μας προς το παλιό αρχοντικό που μας φιλοξενεί. Η γυάλινη πόρτα ανοίγει αυτόματα. Το άρωμα των κρίνων πάνω στο παλιό καρυδένιο τραπέζι διαλύει και την τελευταία μας αντίσταση. Η τριπλή σκάλα τρίζει κάτω από το βάρος της διάθεσης μας για cocooning. Κλείνουμε τα βαριά παντζούρια του Τσοποτού, του πρώτου ιδιοκτήτη, και ανάβουμε τα κεριά. Χρειάζονται και τα τέσσερα χέρια μας για να σηκώσουμε το πουπουλένιο πάπλωμα πάνω από τα κρουστά ολόλευκα σεντόνια. Παίζουμε λίγο με το wi-fi και τα δορυφορικά κανάλια, αφήνουμε μηνύματα για πρωινή αφύπνιση κι ο ύπνος έρχεται γλυκά πάνω στις χρωματιστές μεταξωτές μαξιλάρες. 
Το πρωινό ξύπνημα, αναλαμβάνει τελικά ο πλάτανος του Παπαδιαμάντη που χτυπάει τα κλαδιά του στα πορτόφυλλα. Φοράω τις απαλές παντόφλες μου κι ανάβω τον κομψό πολυέλαιο στο ασπρόμαυρο γυαλιστερό μπάνιο.
Η Φίλη, μας περιμένει με αχνιστό καφέ και τηγανοκουλούρες. Το μικρό εκρού σαλόνι του πρωινού, μυρίζει μέλι και κανέλα, σαν τις πορτοκαλί καρέκλες του. Το γαλακτομπούρεκο της Κικής είναι ζεστό και τραγανό. Μόλις έχει βγει από το φούρνο μαζί με τη μηλότουρτα. Οι μυρωδιές από τα διάφορα "πειραγμένα" που ετοιμάζει η κουζίνα για τη βραδινή γαστρονομία, κατακλύζουν το χώρο. Ο Κατσαρός και τα merlot του θα είναι οι πρωταγωνιστές - εκείνος θα μαγειρέψει για ζευγάρια που γιορτάζουν την επέτειο τους.
Το τσίπουρο στου παλιού καλού Θεόφιλου στη Μακρινίτσα είναι μια συνήθεια που δεν θα κόψουμε ποτέ. Όσα gourmet εστιατόρια κι αν ανοίξουν, όσοι κομψοί ξενώνες κι αν μας δελεάσουν με τις nouvelles συνταγές τους. Η πλατεία της Αλίκης είναι πάντα η ίδια. Στρωμένη με φύλλα φθινοπωρινά. Ντυμένη με με πάχνη δροσερή, βουνίσια. Μια κοπέλα με μακριά χρυσά μαλλιά παίρνει πόζες μπροστά στη βρύση και οι φίλες της, τη φωτογραφίζουν. 
Ακούμε τα γέλια τους μέχρι κάτω, στο μικρό σαλονάκι του αρχοντικού. Στο παλιό τραπέζι που έχουμε ντύσει πράσινο για μπιρίμπα. Μαζί με λικεράκι τριαντάφυλλο και ψητά μήλα, χαζεύω τα πλατανόφυλλα που χορεύουν ανάμεσα στο χαγιάτι και τις ντάμες του χεριού μου.
Η παρέα προτείνει βόλτα με άλογα. Ντύνομαι ζεστά, φοράω τις μπότες μου και σκαρφαλώνω στους αναβατήρες της Margot, της ξανθιάς φοράδας που θα μου δείξει το Πήλιο. Σκύβω για να αποφύγω τα βαριά βρεγμένα κλαδιά που σχεδόν ακουμπάνε στο δρόμο. Δίπλα μου μια Ισραηλίτισσα προσπαθεί με σπασμένα αγγλικά να μου δείξει τον ενθουσιασμό της. "Ερχόμαστε κάθε χρόνο εδώ. Είναι το μόνο μέρος που μπορείς να ζήσεις όλες τις εποχές του χρόνου, να τις μυρίσεις, να τις ζωγραφίσεις".
Δεν θα διαφωνήσω καθόλου μαζί της. Θα συμφωνήσω όμως με τους υπόλοιπους της παρέας, ότι κάτι έχει αλλάξει στο Πήλιο. Τη θέση των τουριστικών πούλμαν έχουν πάρει αθηναϊκά και θεσσαλονικιώτικα τζιπ και ακριβές Harley. Το σπεντζοφάϊ σερβίρεται ως "μπουμπάρι" με τσιγαριστά χόρτα του βουνού και καραμελωμένα κρεμμύδια. Η φάβα είναι το ίδιο βελούδινη, αλλά συνοδεύεται με μαριναρισμένο σολωμό και κόκκους πιπεριού. Και τα γαρδουμπάκια έρχονται με ψητό αχλάδι. Τα κρασιά από το βαρέλι και τα τσίπουρα φέρουν πλέον τις κομψές ετικέτες Ελλήνων παραγωγών.
Ξεπεζεύουμε έξω από ένα σπιτάκι, τυλιγμένο στην πάχνη της νύχτας, λουσμένο απ' το φως του φεγγαριού. Το φως των κεριών και της στόφας από τα παραθυράκια του παλιού μπακάλικου ζεσταίνουν ένα ιδανικό χειμωνιάτικο σκηνικό. Μπαίνουμε στο σαλόνι με τις βαριές σερβάντες.
John Coltrane το ταιριαστό soundtrack.
Ο οικοδεσπότης μας υποδέχεται στην κουζίνα με τον ξυλόφουρνο. Ετοιμάζει μπροστά μας, ταχυδακτυλουργικά, μικρά έργα τέχνης με σαλιγκάρια και βατραχοπόδαρα. Κόβω ένα κομμάτι απ' το ψωμί σε σχήμα τσουρεκιού και βουτάω στις φλούδες από κολοκύθι με σως ροδιού και κόπας, είδος τοπικού καπνιστού χοιρινού.
Καταπίνω μια γουλιά κρασί από το κτήμα Λίγα. Το μάτι παίζει ανάμεσα στις πορφυρές ανταύγειες του και τους ζωγραφισμένους ουρανούς πάνω απ' τα κεφάλια μας. Στη μύτη μου ανεβαίνουν οι στρογγυλεμένες τανίνες της βανίλιας και του καπνού. Σαρκώδεις και βελούδινες όπως το καραμελωμένο κότσι με παλαιωμένο βαλσάμικο.
Ρωτάω τη Bobby, την Ισραηλίτισσα φίλη μου, πως της φαίνεται το τραπέζι μας. "Excellent!".
Στο μικρό ποτήρι της σαμπάνιας φτάνει και το χειροποίητο παγωτό με μέλι. Ακούω τη βραχνή φωνή της Χαρούλας. "θα κοιμηθώ στο πάτωμα". Καμία αντίρρηση.
Παρ' όλα αυτά, το πρωί με βρίσκει τυλιγμένη σε βελούδινο μπουρνούζι. Καπνίζω το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και ρουφάω όσο μπορώ καθαρό αέρα και τη θέα του Βόλου κάτω απ' τα πόδια μου.
Την ώρα που χαζεύω στο κομοδίνο το μικρό χαρτάκι με τη σημερινή πρόγνωση του καιρού και τους στίχους του Ελύτη (από τα Ρω του έρωτα), χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι από τη ρεσεψιόν, που μας θυμίζει το ραντεβού για μπαλινέζικο μασάζ Gigi.
Κατεβαίνω για πρωϊνό παραχάϊδεμα. Την ιδρωμένη βουτιά στο τούρκικο χαμάμ με τα χρώματα ακολουθεί απολαυστική περιποίηση στο θερμαινόμενο κρεβάτι με ζεστά λάδια γιασεμιού και λεβάντας.
Περπατάω ξυπόλητη στα κερωμένα πατώματα της σουίτας, περιμένοντας να στεγνώσει το γαλλικό.
Ώρα για πρωϊνό. Τι πρωϊνό δηλαδή, brunch το λες κι αυτό επιεικώς. Αυγά benedict και ομελέτες με λαχανικά. Φρέσκο μανούρι με μέλι και αραβικό ψωμί. Ξεροψημένο calzone με έμενταλ. Γύρω μας λιθογραφίες του Ψυχοπαίδη και τα γλυπτά του Βούλγαρη. Κι ο τραχανάς, αχνιστός όπως παλιά, σερβιρισμένος σε Villeroy & Boch.
Να πιω χυμό ή Bellini? Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι θα βγω να περπατήσω στα βρεγμένα πλακόστρωτα δρομάκια, ανάμεσα στα ερειπωμένα αρχοντικά. Να μυρίσω τη νοτισμένη γη και την κάπνα απ' τις καμινάδες των ξυλόφουρνων. 
Ίσως να κλέψω κι ένα μήλο, να το κρύψω στις τσέπες μου.
Ο δρόμος είναι πάντα ο ίδιος. 
Μόνο ο δρόμος της καρδιάς αλλάζει. 
Εμπλουτίζεται, καταστρέφεται και ξαναγεννιέται. 
Αλλά πάντα επιστρέφει εκεί που αγάπησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου